προσανάκλισις

προσανάκλισις
προσανάκλισις
leaning
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσανάκλισις — ίσεως, ἡ, Α [προσανακλίνω] η ενέργεια τού προσανακλίνομαι, η στήριξη πάνω σε κάτι ή, κατ άλλους, το μέρος όπου στηρίζεται κανείς («πλατάνιστον... ἔνθ ἡ Φαίδρου προσανάκλισις ἦν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”